παρεγγύησις: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρεγγύησις:''' ἡ ([[παρεγγυάω]]), [[μεταβίβαση]] συνθήματος ή προστάγματος, σε Ξεν. | |lsmtext='''παρεγγύησις:''' ἡ ([[παρεγγυάω]]), [[μεταβίβαση]] συνθήματος ή προστάγματος, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρεγγύησις:''' εως ἡ передача друг другу приказа, команды или пароля Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A passing on the word of command, X.Lac.11.4. II instruction, exhortation, θεία π. Oenom. ap. Eus.PE5.28.
German (Pape)
[Seite 510] ἡ., das Einhändigen, Ueberliefern, bes. eines Befehls, Xen. Lac. 11, 8. Vgl. παρεγγυάω.
Greek (Liddell-Scott)
παρεγγύησις: ἡ μεταβίβασις τοῦ συνθήματος ἢ προστάγματος, Ξεν. Λακ. 11, 4. ΙΙ. διδασκαλία, παραίνεσις, θεία π. Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 223Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
transmission du mot d’ordre.
Étymologie: παρεγγυάω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ παρεγγυώ
μεταβίβαση διαταγής
μσν.
νουθεσία, προτροπή.
Greek Monotonic
παρεγγύησις: ἡ (παρεγγυάω), μεταβίβαση συνθήματος ή προστάγματος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
παρεγγύησις: εως ἡ передача друг другу приказа, команды или пароля Xen.