παρακελευστικός: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρακελευστικός:''' -ή, -όν, [[προτρεπτικός]], [[ενθαρρυντικός]], [[παραινετικός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''παρακελευστικός:''' -ή, -όν, [[προτρεπτικός]], [[ενθαρρυντικός]], [[παραινετικός]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρακελευστικός:''' <b class="num">1)</b> побуждающий, призывающий, зовущий ([[λόγος]] π. ἐπ᾽ ἀρετήν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> грам. (о наречиях или частицах типа [[ἄγε]], [[εἶα]]) побудительный, повелительный. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A calling out to, cheering on, π. λόγος ἐπὶ τὴν ἀρετήν Pl.Euthd.283b; π. ἐπίφθεγμα, in battle, Poll.4.86; π. [ἐπίρρημα] A.D. Adv.123.12. Adv. -κῶς Sch.Od.8.11.
German (Pape)
[Seite 482] ή, όν, zurufend, ermunternd, λόγος ἐπ' ἀρετήν, Plat. Euthyd. 283 b. – Adv., Schol. Od. 8, 11.
Greek (Liddell-Scott)
παρακελευστικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, ἐπὶ τὴν ἀρετὴν Πλατ. Εὐθύδ. 283Β· π. ἐπίφθεγμα, ἐν μάχῃ, Πολυδ. Δ΄, 86. - Ἐπιρρ. -κῶς, Σχολ. εἰς Ὀδ. Θ. 11.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à encourager, à exhorter, avec ἐπί et l’acc. ; t. de gramm., en parl. d’adv. (εἶα, ἄγε, etc.).
Étymologie: παρακελεύω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρακελευστικός, -ή, -όν, ΝΑ παρακελεύομαι
παρακελευσματικός, προτρεπτικός («ὡς παρακελευστικὸς ὁ λόγος ἦν ἐπ' ἀρετήν», Πλάτ.).
επίρρ...
παρακελευστικῶς Α
με παρακελευστικό τρόπο, προτρεπτικά.
Greek Monotonic
παρακελευστικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, ενθαρρυντικός, παραινετικός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
παρακελευστικός: 1) побуждающий, призывающий, зовущий (λόγος π. ἐπ᾽ ἀρετήν Plat.);
2) грам. (о наречиях или частицах типа ἄγε, εἶα) побудительный, повелительный.