παρασκεύασμα: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρασκεύασμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε παρασκευάζεται, [[παρασκεύασμα]], [[μηχάνημα]], [[σύνεργο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''παρασκεύασμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε παρασκευάζεται, [[παρασκεύασμα]], [[μηχάνημα]], [[σύνεργο]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''παρασκεύασμα:''' ατος τό подготовка, выработка: τὰ πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσματα Xen. развитие (физической) силы.
}}
}}

Revision as of 01:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασκεύασμα Medium diacritics: παρασκεύασμα Low diacritics: παρασκεύασμα Capitals: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑ
Transliteration A: paraskeúasma Transliteration B: paraskeuasma Transliteration C: paraskeyasma Beta Code: paraskeu/asma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A arrangement, Aen. Tact.22.19 ; τὰ πρὸς τὴν ὑγίειαν π. X.Oec.11.19.

German (Pape)

[Seite 498] τό, das Zubereitete, Vorbereitete, neben ἄσκημα Xen. Oec. 11, 19.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκεύασμα: τό, πᾶν ὅ,τι παρασκευάζει τις, ἑτοιμασία, Ξεν. Οἰκ. 11. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
préparatif, exercice.
Étymologie: παρασκευάζω.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ παρασκευάζω
το αποτέλεσμα της ενέργειας του παρασκευάζω
νεοελλ.
1. (ιστολ.) διατηρημένο τμήμα του ανθρώπινου σώματος, λ.χ. όργανα, ιστοί, κύτταρα, για παρατήρηση και διδασκαλία καθώς και κάθε βιολογικό δείγμα προετοιμασμένο με φυσικές ή χημικές μεθόδους για εξέταση στο μικροσκόπιο
2. (μικρβλ.) η εξάπλωση μικροβιοβριθούς υλικού στις αντικειμενοφόρες πλάκες, ο χρωματισμός και η σταθεροποίηση τών μικροβίων για να εξεταστούν στο μικροσκόπιο
3. (φαρμ.) μίγμα φαρμάκων έτοιμο για χρήση.

Greek Monotonic

παρασκεύασμα: -ατος, τό, οτιδήποτε παρασκευάζεται, παρασκεύασμα, μηχάνημα, σύνεργο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παρασκεύασμα: ατος τό подготовка, выработка: τὰ πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσματα Xen. развитие (физической) силы.