πένθημα: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πένθημα:''' -ατος, τό, [[θρήνος]], [[πένθος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''πένθημα:''' -ατος, τό, [[θρήνος]], [[πένθος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πένθημα -ατος, τό [πενθέω] weeklacht.
}}
}}

Revision as of 14:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πένθημα Medium diacritics: πένθημα Low diacritics: πένθημα Capitals: ΠΕΝΘΗΜΑ
Transliteration A: pénthēma Transliteration B: penthēma Transliteration C: penthima Beta Code: pe/nqhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A lamentation, mourning, A.Ch. 432(pl., lyr.), Theoc.26.26 (with play on Πενθεύς) ; διπλοῦν πένθιμον δαιμόνων (leg. πένθημ' ὁμαιμόνων) ἔχειν E.Supp.1035.

German (Pape)

[Seite 555] τό, die Trauer, Aesch. Ch. 426 u. folgde Dichter, wie Theocr. 26, 26.

Greek (Liddell-Scott)

πένθημα: τό, θρῆνος, πένθος, Αἰσχύλ. Χο. 432, Θεόκρ. 26. 26· διπλοῦν π. δωμάτων ἔχειν Εὐρ. Ἱκέτ. 1035.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
deuil, tristesse.
Étymologie: πενθέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α πενθώ
θρήνος, οδυρμός, πένθος.

Greek Monotonic

πένθημα: -ατος, τό, θρήνος, πένθος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πένθημα -ατος, τό [πενθέω] weeklacht.