Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πικρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott

Menander, Monostichoi, 242
(6)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πικρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πικρός]]), είμαι [[πικρός]] ή έχω πικρή [[γεύση]], σε Στράβ.
|lsmtext='''πικρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πικρός]]), είμαι [[πικρός]] ή έχω πικρή [[γεύση]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πικρίζω]], fut. -σω [[πικρός]]<br />to be or [[taste]] [[bitter]], Strab.
}}
}}

Revision as of 14:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρίζω Medium diacritics: πικρίζω Low diacritics: πικρίζω Capitals: ΠΙΚΡΙΖΩ
Transliteration A: pikrízō Transliteration B: pikrizō Transliteration C: pikrizo Beta Code: pikri/zw

English (LSJ)

   A to be or taste bitter, Str.11.2.17, Archig. ap. Orib.8.1.37 ; π. ἐν τῇ γεύσει Dsc.1.20.

German (Pape)

[Seite 614] bitter sein, werden, bitter schmecken, Strab., Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

πικρίζω: ὡς καὶ νῦν, εἶμαι πικρὸς ἢ ἔχω γεῦσιν πικράν, Στράβ. 498. Κλήμ. Ἀλ. 893.

French (Bailly abrégé)

avoir un goût d’amertume.
Étymologie: πικρός.

Greek Monolingual

Ν ΜΑ πικρός
έχω πικρή γεύση (α. «τα χόρτα πικρίζουν» β. «πικρίζειν ἐν τῇ γεύσει», Ορειβ.)
νεοελλ.
1. γίνομαι πικρός, αποκτώ πικρή γεύση
2. καθιστώ κάτι πικρό, δίνω πικρή γεύση σε κάτι.

Greek Monotonic

πικρίζω: μέλ. -σω (πικρός), είμαι πικρός ή έχω πικρή γεύση, σε Στράβ.

Middle Liddell

πικρίζω, fut. -σω πικρός
to be or taste bitter, Strab.