πλατάγημα: Difference between revisions
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλᾰτάγημα:''' -ατος, τό ([[πλαταγέω]]), [[κρότος]], [[πλατάγισμα]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''πλᾰτάγημα:''' -ατος, τό ([[πλαταγέω]]), [[κρότος]], [[πλατάγισμα]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλατάγημα -ατος, τό [πλαταγέω] klap, geluid. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A crack, of the τηλέφιλον (q. v.), Theoc.3.29, AP5.295 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 626] τό, das Geklatschte, τηλέφιλον, Agath. 9 (V, 296). Vgl. πλαταγέω u. πλαταγώνιον.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτάγημα: τό, κρότημα, Θεόκρ. 3. 29, Ἀνθ. Π. 5. 296.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. πλαταγή.
Étymologie: πλαταγέω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πλαταγώ
η σύγκρουση πλατιών σωμάτων και ο κρότος που παράγεται από αυτήν, πλαταγή.
Greek Monotonic
πλᾰτάγημα: -ατος, τό (πλαταγέω), κρότος, πλατάγισμα, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλατάγημα -ατος, τό [πλαταγέω] klap, geluid.