πετρόκοιτος: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πετρόκοιτος:''' -ον ([[κοίτη]]), αυτός που έχει πέτρινο [[κρεβάτι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πετρόκοιτος:''' -ον ([[κοίτη]]), αυτός που έχει πέτρινο [[κρεβάτι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πετρόκοιτος:''' находящийся в скалах, скалистый ([[εὐνή]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετρόκοιτος Medium diacritics: πετρόκοιτος Low diacritics: πετρόκοιτος Capitals: ΠΕΤΡΟΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: petrókoitos Transliteration B: petrokoitos Transliteration C: petrokoitos Beta Code: petro/koitos

English (LSJ)

ον,

   A with bed of rock, εὐνά Simm.26.18.

German (Pape)

[Seite 606] im Felsen liegend, schlafend, Simmias Ov.

Greek (Liddell-Scott)

πετρόκοιτος: -ον, ὁ ἔχων κοίτην ἐκ πετρῶν, εὐνὴ Ἀνθ. Π. 15, 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit au milieu des rochers.
Étymologie: πέτρος, κοίτη.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κοιμάται μέσα στις πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -κοιτος (< κοίτη), πρβλ. ορεσί-κοιτος].

Greek Monotonic

πετρόκοιτος: -ον (κοίτη), αυτός που έχει πέτρινο κρεβάτι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πετρόκοιτος: находящийся в скалах, скалистый (εὐνή Anth.).