πολύευκτος: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύευκτος:''' -ον, εξαιρετικά [[επιθυμητός]], [[πολυπόθητος]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηρόδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''πολύευκτος:''' -ον, εξαιρετικά [[επιθυμητός]], [[πολυπόθητος]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηρόδ., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύευκτος:''' долгожданный, вожделенный, желанный (ἰὴ παιδός Her.; [[ὄλβος]] Aesch.; [[χρυσός]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A much-prayed-for, much-desired, ἰὴ παιδός Orac. ap. Hdt.1.85; ὄλβος A.Eu.537 (lyr.); πλοῦτος X.Cyr.1.6.45; παιδίον Him. Or.23.20. II Act., with many prayers, ἱκεσίη Nonn.D.40.66.
German (Pape)
[Seite 662] viel od. sehr gewünscht; ὄλβος, Aesch. Eum. 509; χρυσός, Xen. Cyr. 1, 6, 45; Luc. Cyn. 8 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύευκτος: -ον, ὁ πολὺ ἐπιθυμητός, πολυπόθητος, ἰὴ παιδὸς Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1, 85· ὄλβος Αἰσχύλ. Εὐμ. 537· πλοῦτος Ξεν. Κύρ. 1. 6, 45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très désiré ou longtemps désiré.
Étymologie: πολύς, εὔχομαι.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που γίνεται συνοδευόμενος από πολλές ευχές
αρχ.
πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («ἐκ δ' ὑγιείας φρενῶν ὁ πάμφιλος καὶ πολύευκτος ὄλβος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + εὐκτός (< εὔχομαι)].
Greek Monotonic
πολύευκτος: -ον, εξαιρετικά επιθυμητός, πολυπόθητος, σε Χρησμ. παρά Ηρόδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πολύευκτος: долгожданный, вожделенный, желанный (ἰὴ παιδός Her.; ὄλβος Aesch.; χρυσός Xen.).