πολλοδεκάκις: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολλοδεκάκις:''' [ᾰ], επίρρ., πολλές δεκάδες φορές, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πολλοδεκάκις:''' [ᾰ], επίρρ., πολλές δεκάδες φορές, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολλοδεκάκις [πολύς, δεκάκις] adv., vele tientallen malen. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A many tens of times, Ar.Pax243.
German (Pape)
[Seite 658] vielzehnmal, oft, Ar. Pax 243.
Greek (Liddell-Scott)
πολλοδεκάκις: [ᾰ], ἐπίρρ., πολλὰς φορὰς δεκάκις, Ἀριστοφ. Εἰρ. 243.
French (Bailly abrégé)
adv.
des dizaines de fois.
Étymologie: πολύς, δεκάκις.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. πολλές φορές δέκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλο- (βλ. λ. πολύς) + δεκάκις.
Greek Monotonic
πολλοδεκάκις: [ᾰ], επίρρ., πολλές δεκάδες φορές, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολλοδεκάκις [πολύς, δεκάκις] adv., vele tientallen malen.