προαμύνομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προᾰμύνομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-αμῠνοῦμαι</i>, Μέσ., υπερασπίζομαι κάποιον ή [[λαμβάνω]] [[μέτρα]] υπεράσπισης από [[πριν]], σε Θουκ.· με αιτ., [[λαμβάνω]] τέτοιου είδους [[μέτρα]] [[εναντίον]] κάποιου, στον ίδ.
|lsmtext='''προᾰμύνομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-αμῠνοῦμαι</i>, Μέσ., υπερασπίζομαι κάποιον ή [[λαμβάνω]] [[μέτρα]] υπεράσπισης από [[πριν]], σε Θουκ.· με αιτ., [[λαμβάνω]] τέτοιου είδους [[μέτρα]] [[εναντίον]] κάποιου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰμύνομαι:''' (ῡ) заблаговременно принимать оборонительные меры (τὸν ἐχθρὸν ὧν δρᾷ Thuc.): ἐπ᾽ ἐκείνοις δὲ ὄντος ἀεὶ τοῦ ἐπιχειρεῖν, καὶ ἐφ᾽ [[ἡμῖν]] εἶναι [[δεῖ]] τὸ προαμύνασθαι Thuc. поскольку они всегда могут напасть (на нас), то и мы должны заранее подготовиться к обороне.
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰμυνομαι Medium diacritics: προαμύνομαι Low diacritics: προαμύνομαι Capitals: ΠΡΟΑΜΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: proamýnomai Transliteration B: proamynomai Transliteration C: proamynomai Beta Code: proamunomai

English (LSJ)

[ῡ], Med.,

   A take retaliatory measures beforehand, Th. 3.12.    2 c. acc., take such measures against, τὸν ἐχθρὸν οὐχ ὧν δρᾷ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς διανοίας προαμύνεσθαι χρή not for his acts only, but for his intention also, Id.6.38.

German (Pape)

[Seite 706] im voraus abwehren, absol. sich im voraus hüten; προαμύνασθαι, Thuc. 3, 12; von Etwas, τινός, 6, 38.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰμύνομαι: [ῡ], μεσ., ὑπερασπίζω ἐμαυτὸν ἢ λαμβάνω ἐκ τῶν προτέρων μέτρα πρὸς ἄμυναν, Θουκ. 3. 12. 2) μετ’ αἰτ., λαμβάνω τοιαῦτα μέτρα ἐναντίον τινός, ἀποκρούω ἐκ τῶν προτέρων, τὸν ἐχθρὸν οὐχ ὧν δρᾷ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς διανοίας, οὐχὶ μόνον δι’ ὅσα πράττει, ἀλλὰ καὶ δι’ ὅσα προτίθεται νὰ πράξῃ, ὁ αὐτ. 6. 38.

French (Bailly abrégé)

se mettre d’avance en garde contre : τινά τινος se mettre à l’égard de qqn en défense contre qch.
Étymologie: πρό, ἀμύνω.

Greek Monolingual

Α
1. υπερασπίζω τον εαυτό μου εκ τών προτέρων, παίρνω από πριν διάφορα μέτρα για την άμυνά μου
2. αποκρούω εκ τών προτέρων («τὸν ἐχθρὸν οὐχ ὧν δρᾷ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς διανοίας προαμύνεσθαι χρή», Θουκ.).

Greek Monotonic

προᾰμύνομαι: [ῡ], μέλ. -αμῠνοῦμαι, Μέσ., υπερασπίζομαι κάποιον ή λαμβάνω μέτρα υπεράσπισης από πριν, σε Θουκ.· με αιτ., λαμβάνω τέτοιου είδους μέτρα εναντίον κάποιου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προᾰμύνομαι: (ῡ) заблаговременно принимать оборонительные меры (τὸν ἐχθρὸν ὧν δρᾷ Thuc.): ἐπ᾽ ἐκείνοις δὲ ὄντος ἀεὶ τοῦ ἐπιχειρεῖν, καὶ ἐφ᾽ ἡμῖν εἶναι δεῖ τὸ προαμύνασθαι Thuc. поскольку они всегда могут напасть (на нас), то и мы должны заранее подготовиться к обороне.