προηγητής: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προηγητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει [[μπροστά]] για να δείχνει το δρόμο, [[οδηγός]], σε Σοφ.· ομοίως, [[προηγητήρ]], <i>-ῆρος</i>, <i>ὁ</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''προηγητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει [[μπροστά]] για να δείχνει το δρόμο, [[οδηγός]], σε Σοφ.· ομοίως, [[προηγητήρ]], <i>-ῆρος</i>, <i>ὁ</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προηγητής:''' οῦ ὁ провожатый, поводырь Soph.
}}
}}

Revision as of 12:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προηγητής Medium diacritics: προηγητής Low diacritics: προηγητής Capitals: ΠΡΟΗΓΗΤΗΣ
Transliteration A: proēgētḗs Transliteration B: proēgētēs Transliteration C: proigitis Beta Code: prohghth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who goes before to show the way, guide, S. OT1292, Ant.990, Aristid.Or.41(4).12.    2 one who conducts the bride's car in her procession, ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει Hyp.Lyc.5, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 723] ὁ, der vorangeht und den Weg zeigt; τοῖς τυφλοῖσι κέλευθος ἐκ προηγητοῦ πέλει, Soph. Ant. 977, vgl. O. R. 1292.

Greek (Liddell-Scott)

προηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ προηγούμενος, προπορευόμενος ὅπως δείξῃ τὴν ὁδόν, ὁδηγός, Σοφ. Ο. Τ. 1292, Ἀντ. 990· οὕτω προηγητήρ, -ῆρος, ὁ, Εὐρ. Βάκχ. 1159. 2) ὁ συνοδεύων τῷ ζεύγει νυμφικῆς πομπῆς, ἀνάγκη γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρῶτον μὲν ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει ὃ ἦγεν τὴν γυναῖκα Ὑπερείδης ὑπὲρ Λυκόφρ. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προηγητής· ὁ προηγούμενος τοῦ ζεύγους (ἐν τοῖς γάμοις). καὶ ὁ χειραγωγὸς τοῦ τυφλοῦ».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui marche devant, guide.
Étymologie: προηγέομαι.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. προηγήτρια, Α προηγοῡμαι
1. αυτός που προπορεύεται ως οδηγός
2. αυτός που συνοδεύει το ζεύγος σε νυφική πομπή.

Greek Monotonic

προηγητής: -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει μπροστά για να δείχνει το δρόμο, οδηγός, σε Σοφ.· ομοίως, προηγητήρ, -ῆρος, , σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προηγητής: οῦ ὁ провожатый, поводырь Soph.