πρόπαρ: Difference between revisions
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόπᾰρ:''' ([[παρά]]),·<br /><b class="num">I.</b> πρόθ. με γεν., [[μπροστά]], [[μπροστά]] από, σε Ησίοδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., πιο [[πριν]], [[προηγουμένως]], [[νωρίτερα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πρόπᾰρ:''' ([[παρά]]),·<br /><b class="num">I.</b> πρόθ. με γεν., [[μπροστά]], [[μπροστά]] από, σε Ησίοδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., πιο [[πριν]], [[προηγουμένως]], [[νωρίτερα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόπᾰρ:''' <b class="num">I</b> adv. раньше, прежде, скорее: π. θανούσας δ᾽ [[Ἀΐδας]] ἀνάσσοι Aesch. лучше умереть мне (досл. пусть раньше Аид овладеет мертвой).<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen. перед Hes.: π. στρατοῦ Eur. впереди войска. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:48, 1 January 2019
English (LSJ)
(παρά) Prep. with gen.,
A before, in front of, Hes.Th.518, E. Ph.120 (lyr.). 2 along, αἰγιαλοῖο A.R.1.454, 4.1288. II abs. as Adv., before, sooner, rather, A.Supp.791 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 738] als praepos. mit dem gen., vor, vom Orte, Hes. Th. 518; auch entlang, längshin, αἰγιαλοῖο, An. Rh. 1, 484. – Als adv., vorn, voraus, θανεῖν, Aesch. Suppl. 772; Eur. Phoen. 119.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπᾰρ: (παρὰ) πρόθεσ. μετὰ γεν., ἔμπροσθεν..., Ἡσ. Θεογ. 518, Εὐρ. Φοίν. 120· ὡσαύτως, ἐμπρὸς καὶ πλησίον, φυλλάδα χευάμενοι πολιοῦ πρόπαρ αἰγιαλοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 454. ΙΙ. ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., πρότερον, θᾶττον, μᾶλλον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 791. Πρβλ. προπάροιθε.
French (Bailly abrégé)
1 prép. en avant, devant, gén.;
2 adv. avant tout, plutôt.
Étymologie: πρό, παρά.
Greek Monolingual
Α
Ι. (πρόθεση συντασσόμενη με γεν.)
1. μπροστά από κάποιον («τίς οὗτος... πρόπαρ ὃς ἡγεῑται στρατοῡ», Ευρ.)
2. κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («φυλλάδα χευάμενοι πολιοῡ πρόπαρ αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.)
II. (απολύτως ως χρον. επίρρ.)
πιο πριν, προηγουμένως («πρόπαρ θανούσας δ' Ἀίδας ἀνάσσει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πάρ, συντετμημένος τ. της πρόθεσης παρά.
Greek Monotonic
πρόπᾰρ: (παρά),·
I. πρόθ. με γεν., μπροστά, μπροστά από, σε Ησίοδ., Ευρ.
II. επίρρ., πιο πριν, προηγουμένως, νωρίτερα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πρόπᾰρ: I adv. раньше, прежде, скорее: π. θανούσας δ᾽ Ἀΐδας ἀνάσσοι Aesch. лучше умереть мне (досл. пусть раньше Аид овладеет мертвой).
II praep. cum gen. перед Hes.: π. στρατοῦ Eur. впереди войска.