προπηλάκισις: Difference between revisions
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προπηλάκῐσις:''' ἡ, υβριστική [[συμπεριφορά]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''προπηλάκῐσις:''' ἡ, υβριστική [[συμπεριφορά]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προπηλάκῐσις:''' εως (ᾰ) ἡ оскорбление, поношение, обида, попреки (αἱ προπηλακίσεις τινός Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:52, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A contumelious treatment, τὰς τῶν οἰκείων π. τοῦ γήρως Pl.R.329b.
German (Pape)
[Seite 740] ἡ, = Folgendem, Plat. Rep. I, 329 b.
Greek (Liddell-Scott)
προπηλάκῐσις: -εως, ἡ, τὸ προπηλακίζειν περιφρόνησις, ἐξουδένωσις, τὰς τῶν οἰκείων πρ. τοῦ γήρως Πλάτ. Πολ. 329Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
insulte, outrage.
Étymologie: προπηλακίζω.
Greek Monotonic
προπηλάκῐσις: ἡ, υβριστική συμπεριφορά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
προπηλάκῐσις: εως (ᾰ) ἡ оскорбление, поношение, обида, попреки (αἱ προπηλακίσεις τινός Plat.).