ἐξουδένωσις
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
ἐξουδενώσεως, ἡ, contempt, LXX Ps.30(31).19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξουδένωσις: ἐξουδενώσεως, ἡ, καταφρόνησις, Ἑβδ. (Ψαλμ. Λ΄, 19 κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
ἐξουδένωσις, η (AM)
1. πλήρης περιφρόνηση, το να μην αποδίδεται καμιά απολύτως αξία ή σημασία σε κάτι
2. ταπείνωση, εξευτελισμός.
German (Pape)
ἡ, Verachtung, LXX.
Translations
contempt
Arabic: اِحْتِقَار, اِزْدِرَاء; Belarusian: пагарда; Bulgarian: презрение, пренебрежение; Catalan: menyspreu; Chinese Mandarin: 鄙夷, 鄙薄, 鄙視/鄙视, 輕視/轻视; Czech: opovržení, despekt, pohrdání, přezírání; Danish: foragt; Dutch: verachting, minachting; Finnish: halveksunta, halveksinta, ylenkatse; French: mépris; Galician: desprezo; German: Verachtung; Greek: περιφρόνηση, καταφρόνηση; Ancient Greek: ἀδοξία, ἀδοξίη, ἀλογία, ἀλογίη, ἀπαξίωσις, ἀπόλειψις, ἐξουδενισμός, ἐξουδένωμα, ἐξουδένωσις, ἐξουθένησις, καταφρόνημα, καταφρόνησις, ὀλιγωρία, ὀλιγωρίη, περίνοια, περιφρόνησις, περιφροσύνη, τὸ καταφρονοῦν, ὑπερηφανία, ὑπερόρασις, ὑπεροψία, ὑπερφρόνησις, φαύλισμα; Hebrew: בוז; Hungarian: megvetés; Icelandic: fyrirlitning; Irish: dímheas, tarcaisne; Italian: disprezzo; Japanese: 軽蔑, 軽侮, 侮蔑; Korean: 경멸; Latin: contemptus, despectio, fastus; Macedonian: презир; Malayalam: പുച്ഛം; Old English: forsewennes; Persian: تحقیر; Plautdietsch: Ve'achtunk; Polish: pogarda, lekceważenie; Portuguese: desprezo, desdém, contempto; Romanian: dispreț; Russian: презрение, пренебрежение; Serbo-Croatian Roman: nadmenost, nadutost, prezrivost, prezir; Spanish: desprecio, desdén; Swedish: missnöje, misshag, förakt, avsmak; Turkish: küçümsemek; Ukrainian: презирство, нехтування; Volapük: nestüm; Yiddish: פֿאַראַכטונג