προσεγκελεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεγκελεύομαι:''' Μέσ., [[παρακινώ]] [[επιπλέον]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσεγκελεύομαι:''' Μέσ., [[παρακινώ]] [[επιπλέον]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-εγκελεύομαι extra aansporen, met dat.: τῷ νεανίσκῳ προσεγκελευσαμένην omdat zij de jongeman extra aangemoedigd had Plut. Alex. 10.6.
}}
}}

Revision as of 10:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεγκελεύομαι Medium diacritics: προσεγκελεύομαι Low diacritics: προσεγκελεύομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΓΚΕΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: prosenkeleúomai Transliteration B: prosenkeleuomai Transliteration C: prosegkeleyomai Beta Code: prosegkeleu/omai

English (LSJ)

Med.,

   A exhort besides, τινι Plu.Alex.10.    II σαλπιγκταὶ μέλος π. play a rousing tune, Id.Aem.33.

German (Pape)

[Seite 757] (s. κελεύω), noch dazu ermuntern, zureden, Plut. Alex. 10.

Greek (Liddell-Scott)

προσεγκελεύομαι: Μεσ., ἐγκελεύομαι, παρακινῶ προσέτι, τινα Πλουτ. Αἰμίλ. 33· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 10.

French (Bailly abrégé)

presser par des exhortations, acc..
Étymologie: πρός, ἐγκελεύομαι.

Greek Monolingual

Α
παρακινώ παραπέρα, προτρέπω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐγκελεύομαι «προτρέπω, διατάσσω, παραγγέλλω, σαλπίζω έφοδο»].

Greek Monotonic

προσεγκελεύομαι: Μέσ., παρακινώ επιπλέον, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εγκελεύομαι extra aansporen, met dat.: τῷ νεανίσκῳ προσεγκελευσαμένην omdat zij de jongeman extra aangemoedigd had Plut. Alex. 10.6.