προσεγκελεύομαι

English (LSJ)

Med.,
A exhort besides, τινι Plu.Alex.10.
II σαλπιγκταὶ μέλος π. play a rousing tune, Id.Aem.33.

German (Pape)

[Seite 757] (s. κελεύω), noch dazu ermuntern, zureden, Plut. Alex. 10.

French (Bailly abrégé)

presser par des exhortations, acc..
Étymologie: πρός, ἐγκελεύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εγκελεύομαι extra aansporen, met dat.: τῷ νεανίσκῳ προσεγκελευσαμένην omdat zij de jongeman extra aangemoedigd had Plut. Alex. 10.6.

Russian (Dvoretsky)

προσεγκελεύομαι: сверх того побуждать, уговаривать (τινα и τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεγκελεύομαι: Μεσ., ἐγκελεύομαι, παρακινῶ προσέτι, τινα Πλουτ. Αἰμίλ. 33· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 10.

Greek Monolingual

Α
παρακινώ παραπέρα, προτρέπω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐγκελεύομαι «προτρέπω, διατάσσω, παραγγέλλω, σαλπίζω έφοδο»].

Greek Monotonic

προσεγκελεύομαι: Μέσ., παρακινώ επιπλέον, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Mid. to exhort besides, Plut.