πρόθρονος: Difference between revisions

From LSJ
(6)
(4)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόθρονος:''' ὁ, [[πρόεδρος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πρόθρονος:''' ὁ, [[πρόεδρος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόθρονος:''' ὁ председатель, глава (εὐγενέων Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

πρόθρονος: ὁ, πρόεδρος, Ἀνθ. Π. 8. 116.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège en avant.
Étymologie: πρό, θρόνος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πρόεδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + θρόνος.

Greek Monotonic

πρόθρονος: ὁ, πρόεδρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πρόθρονος: ὁ председатель, глава (εὐγενέων Anth.).