ῥηνοφορεύς: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥηνοφορεύς:''' ὁ ([[φέρω]]), ντυμένος, καλυμμένος με [[προβιά]] προβάτου, σε Ανθ. | |lsmtext='''ῥηνοφορεύς:''' ὁ ([[φέρω]]), ντυμένος, καλυμμένος με [[προβιά]] προβάτου, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥηνοφορεύς:''' έως adj. m одетый в овечью шкуру ([[Διόνυσος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,
A clad in sheepskin, of Dionysus, AP9.524.18.
German (Pape)
[Seite 840] ὁ, der einen Schaafpelz trägt, Hymn. in Dionys. (IX, 524, 18).
Greek (Liddell-Scott)
ῥηνοφορεύς: ὁ, ἐνδεδυμένος δορὰν προβάτου, ἓν ἐκ τῶν πολλῶν ἐπιθέτων τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 18.
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
vêtu d’une peau d’agneau.
Étymologie: ῥήν, φέρω.
Greek Monolingual
έως, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που φοράει δέρμα αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ λ. ῥήν].
Greek Monotonic
ῥηνοφορεύς: ὁ (φέρω), ντυμένος, καλυμμένος με προβιά προβάτου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ῥηνοφορεύς: έως adj. m одетый в овечью шкуру (Διόνυσος Anth.).