ῥυτόν: Difference between revisions
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥῠτόν:''' τό (*ῥύω=[[ἐρύω]])·<br /><b class="num">I.</b> = [[ῥυτήρ]], [[χαλινάρι]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ῥέω]]), το [[ποτήρι]] που κατέληγε σε μια [[άκρη]] με μικρή [[τρύπα]], από την οποία έρρεε ο [[οίνος]], σε Δημ. | |lsmtext='''ῥῠτόν:''' τό (*ῥύω=[[ἐρύω]])·<br /><b class="num">I.</b> = [[ῥυτήρ]], [[χαλινάρι]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ῥέω]]), το [[ποτήρι]] που κατέληγε σε μια [[άκρη]] με μικρή [[τρύπα]], από την οποία έρρεε ο [[οίνος]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥῠτόν:''' τό [[ῥυτός]] II] рог (рогообразный сосуд для вина) Dem., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:32, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,= πήγανον, Cratin.270; cf. ῥυτή.
ῥῠτόν, τό,
A v. ῥῠτός 11.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡτόν: τό, = πήγανον, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 16, ἔνθα ἴδε Meineke· ἴδε ῥῡτή. - Καθ’ Ἡσύχ. «ῥυτά· τὰ στέμφυλα».
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
rhyton, vase à boire en forme de corne.
Étymologie: ῥυτός².
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. το φυτό απήγανος
2. στον πληθ. τὰ ῥυτά
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ στέμφυλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με ρυτή, αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο].
Greek Monotonic
ῥῠτόν: τό (*ῥύω=ἐρύω)·
I. = ῥυτήρ, χαλινάρι, σε Ησίοδ.
II. (ῥέω), το ποτήρι που κατέληγε σε μια άκρη με μικρή τρύπα, από την οποία έρρεε ο οίνος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῠτόν: τό ῥυτός II] рог (рогообразный сосуд для вина) Dem., Plut.