Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυρίσπαρτος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῠρίσπαρτος:''' -ον ([[σπείρω]]), σπαρμένος με [[φωτιά]], φλεγόμενος, σε Ανθ.
|lsmtext='''πῠρίσπαρτος:''' -ον ([[σπείρω]]), σπαρμένος με [[φωτιά]], φλεγόμενος, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῠρί-σπαρτος, ον, [[σπείρω]]<br />[[sowing]] [[fire]], inflaming, Anth.
}}
}}

Revision as of 00:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίσπαρτος Medium diacritics: πυρίσπαρτος Low diacritics: πυρίσπαρτος Capitals: ΠΥΡΙΣΠΑΡΤΟΣ
Transliteration A: pyríspartos Transliteration B: pyrispartos Transliteration C: pyrispartos Beta Code: puri/spartos

English (LSJ)

ον,

   A sowing fire, inflaming, δῆγμα APl.4.208 (Gabriel.).

German (Pape)

[Seite 823] Feuer säend, δῆγμα, Gabriel. ep. (Plan. 208).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίσπαρτος: -ον, ὁ πυρὶ ἐσπαρμένος, ἢ ὁ σπείρων πῦρ, φλογίζων, δῆγμα Ἀνθ. Π. 208.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semé de feu, càd ardent.
Étymologie: πῦρ, σπείρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σπέρνει φωτιά, που εκπέμπει φλόγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. αλί-σπαρτος, σιδηρό-σπαρτος].

Greek Monotonic

πῠρίσπαρτος: -ον (σπείρω), σπαρμένος με φωτιά, φλεγόμενος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πῠρί-σπαρτος, ον, σπείρω
sowing fire, inflaming, Anth.