σκολίωμα: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκολίωμα:''' -ατος, τό ([[σκολιός]]), [[καμπή]], [[κυρτότητα]], [[στράβωμα]], σε Στράβ.
|lsmtext='''σκολίωμα:''' -ατος, τό ([[σκολιός]]), [[καμπή]], [[κυρτότητα]], [[στράβωμα]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκολίωμα]], ατος, τό, [[σκολιός]]<br />a [[bend]], [[curve]], Strab.
}}
}}

Revision as of 01:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολῐωμα Medium diacritics: σκολίωμα Low diacritics: σκολίωμα Capitals: ΣΚΟΛΙΩΜΑ
Transliteration A: skolíōma Transliteration B: skoliōma Transliteration C: skolioma Beta Code: skoli/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A bend, curve, Str.2.4.4, 4.3.3.

German (Pape)

[Seite 902] τό, das Krummgemachte, die Krümmung, Strab. 2, 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

σκολίωμα: τό, καμπή, κυρτότης, λοξότης, Στράβ. 107, 193.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
courbure, obliquité.
Étymologie: σκολιόω.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α σκολιῶ
1. κύρτωμα, καμπύλωμα
2. (για ποταμό ή δρόμο) καμπή, στροφή.

Greek Monotonic

σκολίωμα: -ατος, τό (σκολιός), καμπή, κυρτότητα, στράβωμα, σε Στράβ.

Middle Liddell

σκολίωμα, ατος, τό, σκολιός
a bend, curve, Strab.