σιτηγέω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑτηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[σιταγωγέω]], [[κουβαλώ]] ή [[μεταφέρω]] [[σιτηρά]], σε Δημ.· [[εισάγω]] [[σιτηρά]], [[παρά]] τινος, στον ίδ.
|lsmtext='''σῑτηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[σιταγωγέω]], [[κουβαλώ]] ή [[μεταφέρω]] [[σιτηρά]], σε Δημ.· [[εισάγω]] [[σιτηρά]], [[παρά]] τινος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτηγέω:''' привозить хлеб, доставлять продовольствие ([[Ἀθήναζε]], εἰς τὸ [[ἐμπόριον]] Dem.).
}}
}}

Revision as of 03:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτηγέω Medium diacritics: σιτηγέω Low diacritics: σιτηγέω Capitals: ΣΙΤΗΓΕΩ
Transliteration A: sitēgéō Transliteration B: sitēgeō Transliteration C: sitigeo Beta Code: sithge/w

English (LSJ)

= σιταγωγέω,

   A convey or transport corn, Ἀθήναζε εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον D.34.36, cf. <s

German (Pape)

[Seite 885] = σιταγωγέω, Getreide, Speise zuführen; εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον, Dem. 34, 36, u. öfter; Memn. 24.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηγέω: σιταγωγέω, φέρωμεταβιβάζω σῖτον, εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον Δημ. 917. 26, Ἀθήναζε ὁ αὐτ. 941. 4, πρβλ. Λυκοῦργ. 151. 21· εἰσάγω σῖτον, παρά τινος Δημ. 467. 25.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
transporter du blé ou des vivres.
Étymologie: σιτηγός.

Greek Monotonic

σῑτηγέω: μέλ. -ήσω, = σιταγωγέω, κουβαλώ ή μεταφέρω σιτηρά, σε Δημ.· εισάγω σιτηρά, παρά τινος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτηγέω: привозить хлеб, доставлять продовольствие (Ἀθήναζε, εἰς τὸ ἐμπόριον Dem.).