σπιλόω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπῐλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[κηλιδώνω]], [[στιγματίζω]], [[μολύνω]], [[ρυπαίνω]], [[ντροπιάζω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ. μτχ. παρακ. <i>ἐσπιλωμένος</i>, στο ίδ.
|lsmtext='''σπῐλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[κηλιδώνω]], [[στιγματίζω]], [[μολύνω]], [[ρυπαίνω]], [[ντροπιάζω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ. μτχ. παρακ. <i>ἐσπιλωμένος</i>, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σπῐλόω:''' [[σπίλος]] II] досл. покрывать пятнами, перен. осквернять ([[ὅλον]] τὸ [[σῶμα]] NT): ἐσπιλῶσθαι Luc. быть покрытым пятнами, NT быть оскверненным.
}}
}}

Revision as of 03:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῐλόω Medium diacritics: σπιλόω Low diacritics: σπιλόω Capitals: ΣΠΙΛΟΩ
Transliteration A: spilóō Transliteration B: spiloō Transliteration C: spiloo Beta Code: spilo/w

English (LSJ)

   A stain, soil, D.H.9.6, Ep.Jac.3.6; mark, λευκαῖς (with leucodermia) Cat.Cod.Astr.8(4).174:—Pass., εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι, of a painting, LXX Wi.15.4: pf. part. ἐσπιλωμένος soiled, Ep. Jud. 23, cf. Luc.Am.15: simply, to be marked, Hld.10.15.

German (Pape)

[Seite 921] beflecken, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐλόω: κηλιδώνω, μολύνω, μιαίνω, ῥυπαίνω, «λερώνω», Διον. Ἁλ. 9, 6, Ἐπιστ. Ἰακώβ. γ΄, 6, Κλήμ. Ἀλ. 295· -Παθ., μετοχ. πρκμ. ἐσπιλωμένος Λουκ. Ἔρωτ. 15, Ἐπιστ. Ἰουδ. κγ΄, πρβλ. ψειλιόω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tacher, souiller.
Étymologie: σπίλος.

English (Strong)

from σπίλος; to stain or soil (literally or figuratively): defile, spot.

English (Thayer)

σπίλω; perfect passive participle ἐσπιλωμενος; (σπίλος); to defile, spot: τί, Dionysius Halicarnassus, Lucian, Heliodorus; the Sept..)

Greek Monotonic

σπῐλόω: μέλ. -ώσω, κηλιδώνω, στιγματίζω, μολύνω, ρυπαίνω, ντροπιάζω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ. μτχ. παρακ. ἐσπιλωμένος, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σπῐλόω: σπίλος II] досл. покрывать пятнами, перен. осквернять (ὅλον τὸ σῶμα NT): ἐσπιλῶσθαι Luc. быть покрытым пятнами, NT быть оскверненным.