συμμεταχειρίζομαι: Difference between revisions
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμμεταχειρίζομαι:''' αποθ., [[φροντίζω]] για [[κάτι]] μαζί με άλλους, σε Ισαίο. | |lsmtext='''συμμεταχειρίζομαι:''' αποθ., [[φροντίζω]] για [[κάτι]] μαζί με άλλους, σε Ισαίο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμμεταχειρίζομαι:''' одновременно или совместно управлять (τι [[μετά]] τινος Isae.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Med,
A take charge of along with, μεθ' ἡμῶν τὸ σῶμα Is.8.22.
German (Pape)
[Seite 981] mit, zugleich handhaben, behandeln, σῶμα μεθ' ὑμῶν Isae. 8, 22.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταχειρίζομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος ὁμοῦ μετά τινος, μεθ’ ἡμῶν τὸ σῶμα Ἰσαῖ. 71. 17.
French (Bailly abrégé)
manier ensemble.
Étymologie: σύν, μεταχειρίζω.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»].
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»].
Greek Monotonic
συμμεταχειρίζομαι: αποθ., φροντίζω για κάτι μαζί με άλλους, σε Ισαίο.
Russian (Dvoretsky)
συμμεταχειρίζομαι: одновременно или совместно управлять (τι μετά τινος Isae.).