συμμεταχειρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμεταχειρίζομαι:''' αποθ., [[φροντίζω]] για [[κάτι]] μαζί με άλλους, σε Ισαίο.
|lsmtext='''συμμεταχειρίζομαι:''' αποθ., [[φροντίζω]] για [[κάτι]] μαζί με άλλους, σε Ισαίο.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμεταχειρίζομαι:''' одновременно или совместно управлять (τι [[μετά]] τινος Isae.).
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταχειρίζομαι Medium diacritics: συμμεταχειρίζομαι Low diacritics: συμμεταχειρίζομαι Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΧΕΙΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: symmetacheirízomai Transliteration B: symmetacheirizomai Transliteration C: symmetacheirizomai Beta Code: summetaxeiri/zomai

English (LSJ)

Med,

   A take charge of along with, μεθ' ἡμῶν τὸ σῶμα Is.8.22.

German (Pape)

[Seite 981] mit, zugleich handhaben, behandeln, σῶμα μεθ' ὑμῶν Isae. 8, 22.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταχειρίζομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος ὁμοῦ μετά τινος, μεθ’ ἡμῶν τὸ σῶμα Ἰσαῖ. 71. 17.

French (Bailly abrégé)

manier ensemble.
Étymologie: σύν, μεταχειρίζω.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»].

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»].

Greek Monotonic

συμμεταχειρίζομαι: αποθ., φροντίζω για κάτι μαζί με άλλους, σε Ισαίο.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταχειρίζομαι: одновременно или совместно управлять (τι μετά τινος Isae.).