συναπαίρω: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναπαίρω:''' αμτβ., [[αποπλέω]] ή [[απέρχομαι]], [[αποχωρώ]], [[αποδημώ]] μαζί με, σε Λουκ. | |lsmtext='''συναπαίρω:''' αμτβ., [[αποπλέω]] ή [[απέρχομαι]], [[αποχωρώ]], [[αποδημώ]] μαζί με, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναπαίρω:''' отправляться вместе или одновременно ([[ἐντεῦθεν]] Arst.; τινι Luc.): συναπᾶραι εἰς Φρυγίαν Diod. направиться во Фригию. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
plpf. 3sg. συναπήρκει prob. in Men.Kith.14:—intr.,
A sail or march away together, D.S.5.49,59, Str.4.1.4, al., Luc.Tox.18; μετά τινων Phld.Sto.Herc.339.9; τινι with one, Luc.Bis Acc.27, Ael. VH3.26; τινὶ ἐκ τοῦ βίου J.AJ9.8.6. 2 depart at the same time, Arist.HA597b16.
German (Pape)
[Seite 1001] mit od. zugleich wegheben; – intr., mit fortgehen; Luc. bis acc. 27; Ael. V. H. 3, 26; Hel. 1, 15.
German (Pape)
[Seite 1001] mit od. zugleich wegheben; – intr., mit fortgehen; Luc. bis acc. 27; Ael. V. H. 3, 26; Hel. 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
συναπαίρω: ἀμεταβ., ἀποπλέω ἢ ἀπέρχομαι ὁμοῦ, Διόδ. 5. 49, 59, Λουκ. Τόξ. 18· τινί, μετά τινος Λουκ, Δὶς Κατηγ. 27, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 36. 2) ἀναχωρῶ, ἀπέρχομαι συγχρόνως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11.
French (Bailly abrégé)
lever la tente avec, τινι ; partir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀπαίρω.
Greek Monolingual
Α
1. αποπλέω ή απέρχομαι μαζί με κάποιον («ἑκουσίως ἔφυγεν ἐκ τῆς Κρήτης μετὰ τῶν βουλομένων συναπᾱραι», Διόδ.)
2. αναχωρώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπαίρω «αποπλέω»].
Greek Monolingual
Α
1. αποπλέω ή απέρχομαι μαζί με κάποιον («ἑκουσίως ἔφυγεν ἐκ τῆς Κρήτης μετὰ τῶν βουλομένων συναπᾱραι», Διόδ.)
2. αναχωρώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπαίρω «αποπλέω»].
Greek Monotonic
συναπαίρω: αμτβ., αποπλέω ή απέρχομαι, αποχωρώ, αποδημώ μαζί με, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συναπαίρω: отправляться вместе или одновременно (ἐντεῦθεν Arst.; τινι Luc.): συναπᾶραι εἰς Φρυγίαν Diod. направиться во Фригию.