συναρτάω: Difference between revisions
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμπλέκω]] ή [[συνδέω]], [[ενώνω]], σε Ευρ., Λουκ. — Παθ., συμπλέκομαι, διαπλέκομαι ή περιπλέκομαι, σε Θουκ.· είμαι προσκολλημένος σε, <i>τινί</i>, σε Αριστ.· [[παρακολουθώ]] από κοντά την [[οπισθοφυλακή]] του εχθρού, σε Πλούτ. | |lsmtext='''συναρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμπλέκω]] ή [[συνδέω]], [[ενώνω]], σε Ευρ., Λουκ. — Παθ., συμπλέκομαι, διαπλέκομαι ή περιπλέκομαι, σε Θουκ.· είμαι προσκολλημένος σε, <i>τινί</i>, σε Αριστ.· [[παρακολουθώ]] από κοντά την [[οπισθοφυλακή]] του εχθρού, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναρτάω:''' <b class="num">1)</b> вместе подвешивать, втаскивать наверх, вздергивать (τὴν γῆν [[ἅμα]] καὶ τὴν θάλασσαν Luc.);<br /><b class="num">2)</b> связывать вместе, объединять, соединять: σ. [[γένος]] Eur. создавать единый род; περί τι ξυνηρτῆσθαι Thuc. столпиться вокруг чего-л.; συνηρτῆσθαι εἰς ἕν Arst. слиться воедино; ἀφ᾽ ἑνὸς (и ἐξ ἑνὸς) συναρτᾶσθαι Arst. выходить из одного ствола, т. е. иметь общее происхождение;<br /><b class="num">3)</b> вовлекать, втягивать: συνηρτῆσθαι πολέμῳ Plut. быть занятым войной; συνηρτῆσθαί τινι Plut. быть занятым войной с кем-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A knit or join together, σ. γένος E.Med.564; τὴν γῆν ἅμα καὶ τὴν θάλασσαν Luc.DDeor.21.1:—Pass., to be closely engaged, δύο περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείους ναῦς . . ξυνηρτῆσθαι Th.7.70; ἡ ἄνω γνάθος . . συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθρωται Hp.Art.30, cf. Arist. HA495b6, Sor.2.85; πρός τι Arist.HA496b12, Thphr.Sens.26; σ. εἰς ἕν Arist.PA670a7; ἀφ' ἑνός, ἐξ ἑνός, Id.HA516a8, Pr.957b40; πολλαχόθι μὲν συμφύονται [οἱ ὑμένες], πολλαχόθι δὲ συναρτῶνται Gal. UP15.5. 2 metaph., ὁ μηθὲν ἀκόλουθον -αρτῶν Epicur.Nat.14.9: mostly in Pass., συνηρτημέναι [ἀρεταὶ] τοῖς πάθεσι Arist.EN1178a19; τῷ ἀθανάτῳ τὸ ἀθάνατον σ. Id.Cael.270b9; to be implicated in, c. dat., τόδε σ. τῷδε ἐξ ἀνάγκης Phld.Sign.35; συνηρτῆσθαι πολέμῳ to be involved in . ., Plu.Num.20; σ. διώξεσι καὶ φυγαῖς to be always engaged in . ., Id.Sert.12; συνηρτῆσθαί τινι to be engaged with him, Id.Marc. 24, cf. Pomp.51. 3 Gramm., in Pass., to be construed with, πρὸς τὰς εὐθείας A.D.Synt.12.11.
German (Pape)
[Seite 1004] mit aufhängen od. aufheben, mit anknüpfen, verbinden; Eur. συναρτήσας γένος, Med. 564; u. pass., δύο καὶ πλείους ναῦς περὶ μίαν κατ' ἀνάγκην ξυνηρτῆσθαι, Thuc. 7, 70; auch von einem geschlagenen Feinde, nicht ablassen mit Verfolgen, sich an ihn heften, Plut. Marcell. 14; συνηρτῆσαι Σουήβοις, Pomp. 51; Sert. 12.
Greek (Liddell-Scott)
συναρτάω: συνάπτω, σ. γένος Εὐρ. Μήδ. 564· (οὕτω, ξυνῆψε γένος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 562)· τὴν γῆν ἅμα καὶ τὴν θάλασσαν Λουκ. Θεῶν Διάλογ. 21. 21. ― Παθητ., συμπλέκομαι, δύο περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείους ναῦς… ξυνηρτῆσθαι, «συμπεπλέχθαι» (Σχόλ.), Θουκ. 7. 70· σ. τινι, εἶναι συγκεκολλημένον εἴς τινα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 12· πρός τι αὐτόθι 1. 17, 8· σ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 7, 7· ἀφ’ ἑνός, ἐξ ἑνὸς περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 1, Προβλ. 31. 7. 3) μεταφορ., συνηρτημέναι ἀρεταὶ τοῖς πάθεσι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 3· τῷ ἀθανάτῳ τὸ ἀθάνατον σ. ὁ αὐτ. περὶ Οὐρ. 1. 3, 10· συνηρτῆσθαι πολέμῳ, ἐμπλέκεσθαι, περιπλέκεσθαι εἰς..., Πλούτ. Νουμ. 20· σ. διώξεσι καὶ φυγαῖς, εἶμαι ἀεὶ ἠσχολημένος εἰς.., ὁ αὐτ. ἐν Σερτ. 12· συνηρτῆσθαί τινι, συμπλέκεσθαι μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 24· παρακολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον τὸν ἐχθρὸν ὄπισθεν, ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 51. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ νόμ. Α΄, σ. 146.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. suspendre avec ou ensemble;
II. fig. rattacher ensemble, unir, acc.;
III. pf. Pass. συνηρτῆσθαι :
1 s’attacher à, avec πρός et l’acc.;
2 être accroché en parl. de navires dans un combat naval : περί τι à (un navire).
Étymologie: σύν, ἀρτάω.
Greek Monotonic
συναρτάω: μέλ. -ήσω, συμπλέκω ή συνδέω, ενώνω, σε Ευρ., Λουκ. — Παθ., συμπλέκομαι, διαπλέκομαι ή περιπλέκομαι, σε Θουκ.· είμαι προσκολλημένος σε, τινί, σε Αριστ.· παρακολουθώ από κοντά την οπισθοφυλακή του εχθρού, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συναρτάω: 1) вместе подвешивать, втаскивать наверх, вздергивать (τὴν γῆν ἅμα καὶ τὴν θάλασσαν Luc.);
2) связывать вместе, объединять, соединять: σ. γένος Eur. создавать единый род; περί τι ξυνηρτῆσθαι Thuc. столпиться вокруг чего-л.; συνηρτῆσθαι εἰς ἕν Arst. слиться воедино; ἀφ᾽ ἑνὸς (и ἐξ ἑνὸς) συναρτᾶσθαι Arst. выходить из одного ствола, т. е. иметь общее происхождение;
3) вовлекать, втягивать: συνηρτῆσθαι πολέμῳ Plut. быть занятым войной; συνηρτῆσθαί τινι Plut. быть занятым войной с кем-л.