συνδιαλύω: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδιαλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ],<br /><b class="num">1.</b> [[βοηθώ]] στην [[κατάπαυση]], στο [[καταλάγιασμα]], [[καθησυχάζω]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[καταλλαγή]], τη [[συμφιλίωση]], [[συμφιλιώνω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[συνεισφέρω]] στην [[εξόφληση]], σε Λουκ. | |lsmtext='''συνδιαλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ],<br /><b class="num">1.</b> [[βοηθώ]] στην [[κατάπαυση]], στο [[καταλάγιασμα]], [[καθησυχάζω]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[καταλλαγή]], τη [[συμφιλίωση]], [[συμφιλιώνω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[συνεισφέρω]] στην [[εξόφληση]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιαλύω:''' <b class="num">1)</b> вместе прекращать, помогать прекратить (τὰς ταραχάς Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> помогать примирению, примирять Dem.;<br /><b class="num">3)</b> одновременно расточать, вместе терять Plut.;<br /><b class="num">4)</b> med. помогать нести расходы, вместе оплачивать (τινὶ τοὺς ἐράνους Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A help in putting an end to, τὰς ταραχάς Isoc.4.134. 2 Med., help to pay, Luc.Dem.Enc.45, Aristid.2.456J. II Pass., to be dissipated, melt away with, δόξα τισὶν ὁμοῦ -ομένη Plu.2.823e; to be abolished at the same time, ἡ τυραννὶς -εται Aen.Gaz.Thphr.p.58B.
German (Pape)
[Seite 1007] (s. λύω), mit, zugleich, zusammen auflösen, versöhnen, ausgleichen; τὰς ταραχάς, Isocr. 4, 134; Dem. 33, 17; Sp.; – im med. bezahlen, Luc. Dem. enc. 45.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαλύω: μέλλ. -λύσω, βοηθῶ εἰς διάλυσιν, καθησυχάζω ὁμοῦ, καταπαύω, τὰς ταραχὰς Ἰσοκρ. 68C, 2) συνδιαλλάττω, συμφιλιώνω, Δημ. 897. 28. 3) Μέσ., συνεισφέρω πρὸς ἐξόφλησιν, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 45. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., διαλύομαι, ἐξαφανίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, συναναλίσκομαι, ὁμοῦ τινι Πλούτ. 2. 823Ε.
French (Bailly abrégé)
1 aider à faire cesser en même temps (des troubles);
2 perdre ou dissiper avec, τινι;
Moy. συνδιαλύομαι aider à payer.
Étymologie: σύν, διαλύω.
Greek Monolingual
ΜΑ
παθ. συνδιαλύομαι
α) διαλύομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον
β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον
αρχ.
1. καταπαύω κάτι μαζί με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῡμεν», Ισοκρ.)
2. μέσ. συνεισφέρω και εγώ στην εξόφληση μιας οφειλής.
Greek Monolingual
ΜΑ
παθ. συνδιαλύομαι
α) διαλύομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον
β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον
αρχ.
1. καταπαύω κάτι μαζί με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῡμεν», Ισοκρ.)
2. μέσ. συνεισφέρω και εγώ στην εξόφληση μιας οφειλής.
Greek Monotonic
συνδιαλύω: μέλ. -λύσω [ῡ],
1. βοηθώ στην κατάπαυση, στο καταλάγιασμα, καθησυχάζω, σε Ισοκρ.
2. βοηθώ στην καταλλαγή, τη συμφιλίωση, συμφιλιώνω, σε Δημ.
3. Μέσ., συνεισφέρω στην εξόφληση, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαλύω: 1) вместе прекращать, помогать прекратить (τὰς ταραχάς Isocr.);
2) помогать примирению, примирять Dem.;
3) одновременно расточать, вместе терять Plut.;
4) med. помогать нести расходы, вместе оплачивать (τινὶ τοὺς ἐράνους Luc.).