συναναπείθω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναναπείθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[βοηθώ]] στο να πεισθεί [[κάποιος]], [[καταπείθω]], <i>τινὰ ποιεῖν τι</i>, σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''συναναπείθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[βοηθώ]] στο να πεισθεί [[κάποιος]], [[καταπείθω]], <i>τινὰ ποιεῖν τι</i>, σε Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''συναναπείθω:''' <b class="num">1)</b> совместно уговаривать, вместе убеждать (τινὰ ποιεῖν τι Thuc., Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> внушать ([[δόξαν]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναπείθω Medium diacritics: συναναπείθω Low diacritics: συναναπείθω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΠΕΙΘΩ
Transliteration A: synanapeíthō Transliteration B: synanapeithō Transliteration C: synanapeitho Beta Code: sunanapei/qw

English (LSJ)

   A assist in persuading, τινὰς ποιεῖν τι Th.6.88, Isoc.4.46; τινα Plu. Publ.21.

German (Pape)

[Seite 1000] mit, zugleich bereden; Thuc. 6, 88; Isocr. 4, 46.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπείθω: ἀναπείθω ὁμοῦ, τινὰς ποιεῖν τι Θουκ. 6. 88, Ἰσοκρ. 50Α˙ τινὰ Πλουτ. Ποπλ. 21.

French (Bailly abrégé)

persuader en même temps : τινα qqn ; τινα ποιεῖν τι THC qqn de faire qch.
Étymologie: σύν, ἀναπείθω.

Greek Monolingual

Α
μεταπείθω κάποιον από κοινού με άλλον («τοὺς ἄλλους διδόναι συναπείθει», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπείθω «μεταπείθω»].

Greek Monolingual

Α
μεταπείθω κάποιον από κοινού με άλλον («τοὺς ἄλλους διδόναι συναπείθει», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπείθω «μεταπείθω»].

Greek Monotonic

συναναπείθω: μέλ. -σω, βοηθώ στο να πεισθεί κάποιος, καταπείθω, τινὰ ποιεῖν τι, σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

συναναπείθω: 1) совместно уговаривать, вместе убеждать (τινὰ ποιεῖν τι Thuc., Isocr.);
2) внушать (δόξαν Plut.).