συνθλάω: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνθλάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], [[συνθλίβω]], [[συντρίβω]] μαζί — Παθ., έχω καταθρυμματιστεί σε κομμάτια, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συνθλάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], [[συνθλίβω]], [[συντρίβω]] μαζί — Παθ., έχω καταθρυμματιστεί σε κομμάτια, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-θλάω geheel verbrijzelen. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A crush together, Eratosth.Cat.11, D.S.2.57, Arr.An.6.29.9:—Pass., [ποτήριον] ὦτα συντεθλασμένον Alex.270, cf. IG22.1544.21; συνεθλάσθη τὴν κεφαλήν Aen.Gaz. Thphr. p.32 B.; βίῃ συνθλώμενος ὀστᾶ Man.5.201: abs., to be crushed, Arist.Pr.863b13, Ev.Matt.21.44, Gp.9.29.
Greek (Liddell-Scott)
συνθλάω: μέλλ. -άσω [ᾰ], ὁμοῦ θλῶ, συντρίβω, Ἐρατοσθ. Καταστερ. 11, Διόδ. 1. 57 ― Παθ., ποτήριον ὦτα συντεθλασμένον Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 12· βίῃ συνθλώμενος ὀστᾶ Μανέθων 5. 201· ἀπολ., συντρίβομαι, κατατρίβομαι, Ἀριστ. Προβλ. 1. 38 (κατὰ τὸν Prantl. ἀντὶ συντεθῇ), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 44.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
briser ou broyer ensemble.
Étymologie: σύν, θλάω.
English (Strong)
from σύν and thlao (to crush); to dash together, i.e. shatter: break.
English (Thayer)
σύνθλω: 1future passive συνθλασθήσομαι; to break to pieces, shatter (Vulg. confringo, conquasso): T omits; L Tr marginal reading WH brackets the verse); Sept.; (Manetho, Alex. quoted in Athen, Eratosthenes, Aristotle (v. 1.)), Diodorus, Plutarch, others.)
Greek Monotonic
συνθλάω: μέλ. -άσω [ᾰ], συνθλίβω, συντρίβω μαζί — Παθ., έχω καταθρυμματιστεί σε κομμάτια, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θλάω geheel verbrijzelen.