σφιγκτήρ: Difference between revisions
ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σφιγκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[επίδεσμος]], [[ταινία]], [[μαντίλι]], σε Ανθ. | |lsmtext='''σφιγκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[επίδεσμος]], [[ταινία]], [[μαντίλι]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σφιγκτήρ -ῆρος, ὁ [σφίγγω] iets dat insnoert, samensnoerder; band; anatom. sluitspier. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A that which binds tight, lace, band, etc., κόμας σφιγκτῆρα . . κεκρύφαλον AP6.206 (Antip. Sid.); σ. δεσμός Nonn.D. 16.391. II muscle closing an aperture which naturally remains in the state of contraction, AP12.7 (Strat.), Heliod. ap. Orib.44.23.55, Sor.1.16, Gal.UP4.19, Paul.Aeg.6.78. III a Tarentine χιτών, prob. because laced tight to the body, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1051] ῆρος, ὁ, 1) das was zuschnürt, zubindet, womit man schnürt, bindet, Schnur, Band, bes. Arm-u. Kopfband, κόμης Antp. Sid. 21 (VI, 206). – 2) der runde Muskel an der Oeffnung des Afters zum Verschließen desselben, Strat. 6 (XII, 7). – 3) bei den Tarentinern eine Art Rock, χιτών, der mit einer Schnur zugezogen wurde, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σφιγκτήρ: ῆρος, ὁ, τὸ ἰσχυρῶς ἢ σφιγκτῶς δένον, δεσμός, ταινία, Λατ. spinther ἢ μᾶλλον spinter, κόμας σφιγκτῆρα... κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 6. 206 σφ. δεσμὸς Νόνν. Δ. 16. 394. ΙΙ. μῦς κλείων ἄνοιγμά τι οἷος ὁ τῆς ἕδρας (spinter ani), ὅστις φύσει μένει συνεσταλμένος, «ὁ δὲ δακτύλιος, ἐντέρου μὲν τέλος, ὁδὸς δὲ τῶν ἐκ τῆς κοιλίας περιττῶν· οὐτωσὶ μὲν ἰδεῖν μεμυκώς, ἐπὶ δὲ πλεῖστον ἀνοιγόμενος· ὃν οἱ μὲν σφιγκτῆρα, οἱ δὲ σ. ἐφάνην καλοῦσι» Πολυδ. Β΄, 211, Ἀνθ, Π. 12, 7, Παῦλ. Αἰγ. κλπ. ΙΙΙ. «σφιγκτὴρ χιτών. Ταραντῖνοι» Ἡσύχ., πρβλ. συσφιγκτήρ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 lien, bandage, bandeau;
2 muscle annulaire de l’anus, sphincter.
Étymologie: σφίγγω.
Greek Monotonic
σφιγκτήρ: -ῆρος, ὁ, επίδεσμος, ταινία, μαντίλι, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφιγκτήρ -ῆρος, ὁ [σφίγγω] iets dat insnoert, samensnoerder; band; anatom. sluitspier.