τακτός: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τάσσω]], διατεταγμένος, προδιαγεγραμμένος, τακτὸν [[ἀργύριον]], ορισμένο [[ποσό]] χρημάτων, σε Θουκ.· [[σῖτος]] [[τακτός]], ορισμένη [[ποσότητα]] σιταριού, στον ίδ.· τακτὴ [[ὁδός]], προκαθορισμένη [[οδός]], σε Δημ. | |lsmtext='''τακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τάσσω]], διατεταγμένος, προδιαγεγραμμένος, τακτὸν [[ἀργύριον]], ορισμένο [[ποσό]] χρημάτων, σε Θουκ.· [[σῖτος]] [[τακτός]], ορισμένη [[ποσότητα]] σιταριού, στον ίδ.· τακτὴ [[ὁδός]], προκαθορισμένη [[οδός]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τακτός:''' [adj. verb. к [[τάσσω]] предписанный, установленный, определенный ([[ἀργύριον]] Thuc.; [[τροφή]] Plat.; [[ὁδός]] Dem.; ἐν τακταῖς ἡμέραις Aeschin.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, (τάσσω)
A ordered, prescribed, τακτόν τι παρὰ τοῦ Κύρου παραγγέλλων X.Cyr.8.3.28; τ. ἀργύριον a fixed or stated sum, Th.4.65; τ. χρήματα Pl.Lg.746a; σῖτος τ. a fixed quantity of corn, Th.4.16; τ. τροφὴν λαμβάνειν Pl.Lg.909c, cf. Alex.141.6; δίκαι τ. fixed penalties, Pl.Lg.632b; ἐκφόριον τ. a fixed rent, PPetr.3p.250 (iii B.C.); τ. ὁδός a prescribed way, D.23.72; ἐν τ. ἡμέραις βουλεύεσθαι Aeschin.2.109; ἐπὶ τὰ τ. ἔτη πέντε POxy.101.10 (ii A.D.); κατά τινας χρόνους τ. Arist.HA599b4. Adv. τακτῶς v.l. in Plot.3.1.2.
German (Pape)
[Seite 1064] adj. verb. von τάσσω, geordnet, angeordnet, festgesetzt, ἀργύριον Thuc. 4, 65; bestimmt, befehligt, Plat. τακτὴν ὑπὸ τῶν νομοφυλάκων αὐτοὺς τροφἡν παρὰ τῶν οἰκετῶν λαμβάνειν, Plat. Legg. X, 909 c; δίκας τακτὰς ἐπιτιθέναι, I, 632 b.
Greek (Liddell-Scott)
τακτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τάσσω, διατεταγμένος, προδιαγεγραμμένος, τακτόν τι παρὰ τοῦ Κύρου παραγγέλλων Ξεν. Κύρ 8. 3, 28· τ. ἀργύριον, ὡρισμένον ποσὸν χρημάτων, Θουκ. 4. 65· τ. χρήματα Πλάτ. Νόμ. 476Α· σῖτος τ., ὡρισμένη ποσότης σίτου, Θουκ. 4. 16· τακτὴν τροφὴν λαμβάνειν Πλάτ. Νόμ. 909C· δίκαι τ., ὡρισμένοι ποιναί, αὐτόθι 632Β· τ. ὁδός, προδιαγραφεῖσα ὁδός, Δημ. 643 κτλ.· ἐν τακταῖς ἡμέραις βουλεύεσσαι Αἰσχίνης 42. 28· κατά τινας χρόνους τακτοὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 15, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 réglé, fixé, déterminé;
2 ordonné, commandé : παρά τινος de la part de qqn.
Étymologie: adj. verb. de τάσσω.
English (Strong)
from τάσσω; arranged, i.e. appointed or stated: set.
English (Thayer)
τακτῇ, τακτόν (τάσσω), from Thucydides (4,65) down, ordered, arranged, fixed, stated: τακτῇ ἡμέρα (Polybius 3,34, 9; Dionysius Halicarnassus 2,74), A. V. set).
Greek Monolingual
ή, -ό / τακτός, -ή, -όν, ΝΑ τάσσω
ο εκ τών προτέρων καθορισμένος, προδιαγεγραμμένος, προκαθορισμένος (α. «τακτή ημερομηνία» β. «ανά τακτά χρονικά διαστήματα» γ. «ἐν τακταῑς ἡμέραις βουλεύεσθαι», Αισχίν.)
αρχ.
φρ. α) «τακτὸν ἀργύριον» ή «τακτὰ χρήματα» — καθορισμένο χρηματικό ποσό
β) «τακτὴ τροφή» — καθορισμένη ποσότητα τροφής (Πλάτ.)
γ) «τακτὴ ὁδός» — προδιαγεγραμμένη οδός (Δημοσθ.)
δ) «σῑτος τακτός» — καθορισμένη ποσότητα σιταριού (Θουκ.)
ε) «τακτὸν ἐκφόριον» — προκαθορισμένο μίσθωμα πάπ.
στ) «τακταὶ δίκαι» — καθορισμένες ποινές (Πλάτ.).
επίρρ...
τακτῶς Α
με εκ τών προτέρων διακανονισμό, προκαθορισμένα.
Greek Monotonic
τακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τάσσω, διατεταγμένος, προδιαγεγραμμένος, τακτὸν ἀργύριον, ορισμένο ποσό χρημάτων, σε Θουκ.· σῖτος τακτός, ορισμένη ποσότητα σιταριού, στον ίδ.· τακτὴ ὁδός, προκαθορισμένη οδός, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τακτός: [adj. verb. к τάσσω предписанный, установленный, определенный (ἀργύριον Thuc.; τροφή Plat.; ὁδός Dem.; ἐν τακταῖς ἡμέραις Aeschin.).