ὑαλοῦς: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑᾰλοῦς:''' -ᾶ, -οῦν, συνηρ. αντί του <i>ὑαλέος</i>.
|lsmtext='''ὑᾰλοῦς:''' -ᾶ, -οῦν, συνηρ. αντί του <i>ὑαλέος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑαλοῦς:''' стяж. = [[ὑάλεος]].
}}
}}

Revision as of 04:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλοῦς Medium diacritics: ὑαλοῦς Low diacritics: υαλούς Capitals: ΥΑΛΟΥΣ
Transliteration A: hyaloûs Transliteration B: hyalous Transliteration C: yaloys Beta Code: u(alou=s

English (LSJ)

   A v. ὑάλεος.

German (Pape)

[Seite 1168] ῆ, οῦν, zusammengezogen statt ὑάλεος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλοῦς: ᾶ, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ ὑάλεος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

και ὑελοῡς, -ῆ, -οῡν, και ασυναίρετος τ. ὑάλεος και υελέος, -έα, -ον, Α
1. γυάλινος («ὑαλέην οἰνοδόκον κύλικα», Ανθ. Παλ.)
2. λαμπρός, διάφανος σαν το γυαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. -εος /-οῦς (πρβλ. χρύσ-εος / -οῦς). Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στους τ. wea2reja, weareja].

Greek Monotonic

ὑᾰλοῦς: -ᾶ, -οῦν, συνηρ. αντί του ὑαλέος.

Russian (Dvoretsky)

ὑαλοῦς: стяж. = ὑάλεος.