ὑπαποκινέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπαποκῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αμτβ., απομακρύνομαι [[κρυφά]], κινούμαι [[κρυφά]] ή ύποπτα, με γεν., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὑπαποκῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αμτβ., απομακρύνομαι [[κρυφά]], κινούμαι [[κρυφά]] ή ύποπτα, με γεν., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαποκῑνέω:''' слегка отстраняться, отходить: ὑ. τῆς ὁδοῦ Arph. уходить прочь; τουτὶ πονηρόν ἀλλ᾽ [[ὑπαποκινητέον]] Arph. дело плохо, надо сматываться.
}}
}}

Revision as of 13:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαποκῑνέω Medium diacritics: ὑπαποκινέω Low diacritics: υπαποκινέω Capitals: ΥΠΑΠΟΚΙΝΕΩ
Transliteration A: hypapokinéō Transliteration B: hypapokineō Transliteration C: ypapokineo Beta Code: u(papokine/w

English (LSJ)

intr.,

   A move off secretly or softly, sneak away, c. gen., τῆς ὁδοῦ Ar.Av.1011.

German (Pape)

[Seite 1182] intr., sich heimlich od. sacht davon machen, τῆς ὁδοῦ Ar. Av. 1012.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαποκῑνέω: ἀμεταβ., ἀποσύρομαι σιγὰ σιγά, ἀπομακρύνομαι, ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1011. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 492.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se détourner tout doucement : τῆς ὁδοῦ du chemin.
Étymologie: ὑπό, ἀποκινέω.

Greek Monotonic

ὑπαποκῑνέω: μέλ. -ήσω, αμτβ., απομακρύνομαι κρυφά, κινούμαι κρυφά ή ύποπτα, με γεν., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαποκῑνέω: слегка отстраняться, отходить: ὑ. τῆς ὁδοῦ Arph. уходить прочь; τουτὶ πονηρόν ἀλλ᾽ ὑπαποκινητέον Arph. дело плохо, надо сматываться.