φιλόμαστος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλόμαστος:''' -ον, αυτός που αγαπά το [[στήθος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''φῐλόμαστος:''' -ον, αυτός που αγαπά το [[στήθος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλόμαστος:''' тянущийся к материнским сосцам (δρόσοι λεόντων Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A loving the breast, of young animals, A.Ag.142 (lyr.), 719 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1282] die Mutterbrust liebend, saugend, Aesch. Ag. 140. 701, von Thieren.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόμαστος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μαστούς, ἐπὶ τῶν νεογνῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 142, 720.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime encore la mamelle en parl. d’animaux.
Étymologie: φίλος, μαστός.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τα νεογνά ζώων) αυτός που αγαπά τους μαστούς, που του αρέσει ο θηλασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μαστός (πρβλ. γυναικό-μαστος)].
Greek Monotonic
φῐλόμαστος: -ον, αυτός που αγαπά το στήθος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόμαστος: тянущийся к материнским сосцам (δρόσοι λεόντων Aesch.).