χαλκοχάρμης: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκοχάρμης:''' -ου, ὁ ([[χάρμη]]), αυτός που μάχεται με χαλκό, δηλ. με χάλκινα όπλα, σε Πίνδ.
|lsmtext='''χαλκοχάρμης:''' -ου, ὁ ([[χάρμη]]), αυτός που μάχεται με χαλκό, δηλ. με χάλκινα όπλα, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκοχάρμης:''' дор. [[χαλκοχάρμας]], ου adj. m [[χάρμα]] II] сражающийся в медных доспехах, по по друг. [[χάρμα]] I] радующийся оружию (ξένοι, [[πόλεμος]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοχάρμης Medium diacritics: χαλκοχάρμης Low diacritics: χαλκοχάρμης Capitals: ΧΑΛΚΟΧΑΡΜΗΣ
Transliteration A: chalkochármēs Transliteration B: chalkocharmēs Transliteration C: chalkocharmis Beta Code: xalkoxa/rmhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fighting in armour of bronze, ξένοι Τρῶες Pi.P.5.82; χ. πόλεμος Id.I.6(5).27 (also expld. as (from χάρμα), delighting in arms).

German (Pape)

[Seite 1332] ὁ, in Erz, in eherner Rüstung kämpfend, πόλεμος Pind. I. 5, 26, ξένοι P. 5, 82, nach Andern = sich des Erzes, der Waffen freuend.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοχάρμης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ χαλκοῦ, δηλ. ἔχων χάλκινον ὁπλισμόν, ξένοι Τρῶες Πινδ. Π. 5. 109˙ χ. πόλεμος ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6. (5). 39˙ ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν (ἐκ τοῦ χάρμα), ὁ ἐπὶ τοῖς ὅπλοις χαίρων, πρβλ. σιδηροχάρμης.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui combat avec une armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, χάρμη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που μάχεται με χάλκινο οπλισμό («χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες», Πίνδ.)
2. (ως επίθ. του πολέμου) αυτός κατά τον οποίο χρησιμοποιούνται κυρίως χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -χάρμης (< χάρμη «ορμή, επιθυμία για μάχη, αγώνας, έριδα»), πρβλ. σιδηρο-χάρμης].

Greek Monotonic

χαλκοχάρμης: -ου, ὁ (χάρμη), αυτός που μάχεται με χαλκό, δηλ. με χάλκινα όπλα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοχάρμης: дор. χαλκοχάρμας, ου adj. m χάρμα II] сражающийся в медных доспехах, по по друг. χάρμα I] радующийся оружию (ξένοι, πόλεμος Pind.).