χεζητιάω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χεζητιάω:''' εφετικό του [[χέζω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χεζητιάω:''' εφετικό του [[χέζω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χεζητιάω:''' Arph. desiderat. к [[χέζω]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χεζητιάω Medium diacritics: χεζητιάω Low diacritics: χεζητιάω Capitals: ΧΕΖΗΤΙΑΩ
Transliteration A: chezētiáō Transliteration B: chezētiaō Transliteration C: chezitiao Beta Code: xezhtia/w

English (LSJ)

Desiderat. of χέζω,

   A want to ease oneself, Ar.Nu.1387, Ra.8, al.

German (Pape)

[Seite 1341] wie χεσείω, desid. von χέζω, scheißern, Drang zum Stuhlgang haben, Ar. Nubb. 1369 Av. 700 Ran. 8 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

χεζητιάω: ἐφετικὸν τοῦ χέζω, αἰσθάνομαι τάσιν πρὸς κένωσιν τῶν περιττωμάτων σὺ δ’ ἐμὲ νῦν ἀπάγχων βοῶντα καὶ κεκραγόθ’ ὅτι χεζητιῴην, οὐκ ἔτλης ἔξω ἐξενεγκεῖν, ὦ μιαρέ, θύραζέ μ’ ἀλλὰ πνιγόμενος αὐτοῦ ’ποίησα κακκᾶν Ἀριστοφ. Νεφ. 1387, Βάτρ. 8. κ. ἀλλ.· πρβλ. χεσείω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
avoir envie d’aller à la selle, de chier.
Étymologie: χέζω.

Greek Monotonic

χεζητιάω: εφετικό του χέζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χεζητιάω: Arph. desiderat. к χέζω.