χιονοθρέμμων: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χῐονοθρέμμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[τρέφω]]), αυτός που τρέφει [[χιόνι]], καλυμένος με [[χιόνι]], σε Ευρ. | |lsmtext='''χῐονοθρέμμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[τρέφω]]), αυτός που τρέφει [[χιόνι]], καλυμένος με [[χιόνι]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χιονοθρέμμων:''' 2, gen. ονος питающий снега, т. е. покрытый снегами (σκοπιαί Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. -ονος,
A fostering snow, snow-clad, σκοπιαί E.Hel.1323 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1356] ονος, Schnee nährend, hegend (mit Schnee bedeckt), σκοπιαί Eur. Hel. 1339.
Greek (Liddell-Scott)
χιονοθρέμμων: -ον, γεν. ονος, ὁ τρέφων χιόνα, περιβεβλημένος χιόνα, Ἴδη Εὐρ. Ἑλ. 1323· ὡς τὸ χιονοβοσκός, χιονοτρόφος.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui nourrit ou entretient la neige.
Étymologie: χιών, θρέμμα.
Greek Monolingual
-ον, Α
χιονοβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -θρέμμων (< θ. θρεπ- του τρέφω [πρβλ. θρεπ-τός] + κατάλ. -μων), πρβλ. ὑδατο-θρέμμων].
Greek Monotonic
χῐονοθρέμμων: -ον, γεν. -ονος (τρέφω), αυτός που τρέφει χιόνι, καλυμένος με χιόνι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χιονοθρέμμων: 2, gen. ονος питающий снега, т. е. покрытый снегами (σκοπιαί Eur.).