χαλκεγχής: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκεγχής:''' -ές ([[ἔγχος]]), αυτός που έχει χάλκινο [[δόρυ]], σε Ευρ. | |lsmtext='''χαλκεγχής:''' -ές ([[ἔγχος]]), αυτός που έχει χάλκινο [[δόρυ]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκεγχής:''' вооруженный медным (бронзовым) копьем ([[Τρῶες]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A with brazen lance, χαλκεγχέων Τρώων E.Tr.143 (lyr.) (χαλκέγχεων in cod.Hsch. is wrongly accented, cf. δολιχεγχής).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à la lance d’airain.
Étymologie: χαλκός, ἔγχος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει χάλκινη λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -εγχής (< ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. κεραυν-εγχής].
Greek Monotonic
χαλκεγχής: -ές (ἔγχος), αυτός που έχει χάλκινο δόρυ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεγχής: вооруженный медным (бронзовым) копьем (Τρῶες Eur.).