ψευδηγόρος: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψευδηγόρος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), αυτός που μιλάει [[ψευδώς]], [[ψευδολόγος]], [[ψεύτης]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ψευδηγόρος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), αυτός που μιλάει [[ψευδώς]], [[ψευδολόγος]], [[ψεύτης]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψευδηγόρος:''' ὁ лжец Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ον,
A speaking falsely, lying, Lyc.1455.
German (Pape)
[Seite 1393] falsch, unwahr redend, lügend, lügenhaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδηγόρος: -ον, ὁ λέγων ψεύδη, ψευδολόγος, Λυκόφρ. 1455, Ἀνθ. Π. 1. 106.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dit des faussetés, menteur.
Étymologie: ψεῦδος, ἀγορεύω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που λέει ψέματα.
επίρρ...
ψευδηγόρως ΜΑ
με ψεύτικα λόγια, με ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -ηγόρος (< ἀγορεύω), πρβλ. δημ-ηγόρος, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ψευδηγόρος: -ον (ἀγορεύω), αυτός που μιλάει ψευδώς, ψευδολόγος, ψεύτης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ψευδηγόρος: ὁ лжец Anth.