ὠκύσκοπος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠκύσκοπος:''' -ον, αυτός που σκοπεύει με το [[τόξο]] [[γρήγορα]]· [[ὠκύσκοπος]] [[Ἀπόλλων]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὠκύσκοπος:''' -ον, αυτός που σκοπεύει με το [[τόξο]] [[γρήγορα]]· [[ὠκύσκοπος]] [[Ἀπόλλων]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὠκύ-σκοπος, ον,<br />[[quick]]-aiming, [[Ἀπόλλων]] Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A quick-aiming, of Apollo, AP9.525.25.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύσκοπος: -ον, ὁ ταχέως σκοπῶν, Ἀπόλλων Ἀνθ. Παλατ. 9. 525.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vise d’un regard prompt ou perçant.
Étymologie: ὠκύς, σκοπέω.
Greek Monolingual
και ὠκυσκόπος, -ον, Α
αυτός που εξετάζει κάτι με οξύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. πολύ-σκοπος].
Greek Monotonic
ὠκύσκοπος: -ον, αυτός που σκοπεύει με το τόξο γρήγορα· ὠκύσκοπος Ἀπόλλων, σε Ανθ.