οἰνοχαρής: Difference between revisions
From LSJ
τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἰνοχᾰρής:''' радующийся вину Anth. | |elrutext='''οἰνοχᾰρής:''' радующийся вину Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=οἰνο-χᾰρής, ές [[χαίρω]]<br />[[rejoicing]] in [[wine]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A merry with wine, IG14.2125 ; as a nickname, ib.3.1379.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοχᾰρής: -ές, ὁ χαίρων, ὁ ἀγαπῶν νὰ πίνῃ οἶνον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime le vin.
Étymologie: οἶνος, χαίρω.
Greek Monolingual
-ές (Α οἰνοχαρής, -ές)
αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται ηδονή να πίνει κρασί, μανιακός οινοπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -χαρής (< χαίρομαι), πρβλ. αιμο-χαρής].
Greek Monotonic
οἰνοχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει χαρά στην οινοποσία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοχᾰρής: радующийся вину Anth.