μετάχρονος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μετάχρονος:''' позднейший, поздний (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).
|elrutext='''μετάχρονος:''' позднейший, поздний (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μετά]]-χρονος, ον<br />[[after]] the [[time]], done [[later]], Luc.
}}
}}

Revision as of 13:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάχρονος Medium diacritics: μετάχρονος Low diacritics: μετάχρονος Capitals: ΜΕΤΑΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: metáchronos Transliteration B: metachronos Transliteration C: metachronos Beta Code: meta/xronos

English (LSJ)

ον,

   A out of date, anachronistic, πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι] Luc.Salt.80.

German (Pape)

[Seite 157] nach der Zeit, später geschehen, Luc. salt. 80.

Greek (Liddell-Scott)

μετάχρονος: -ον, ὁ μετὰ χρόνον, ὁ ἔπειτα γενόμενος, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
postérieur, tardif.
Étymologie: μετά, χρόνος.

Greek Monolingual

μετάχρονος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται καθυστερημένα, αναχρονιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + χρόνος.

Greek Monotonic

μετάχρονος: -ον, καθυστερημένος, αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετάχρονος: позднейший, поздний (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).

Middle Liddell

μετά-χρονος, ον
after the time, done later, Luc.