τρίσπονδος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(4b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρίσπονδος:''' (о возлиянии) троякий, тройной: τρίσπονδοι χοαί Soph. тройные возлияния (из меда, молока и вина).
|elrutext='''τρίσπονδος:''' (о возлиянии) троякий, тройной: τρίσπονδοι χοαί Soph. тройные возлияния (из меда, молока и вина).
}}
{{elnl
|elnltext=τρίσπονδος -ον [τρι-, σπένδω] drie maal geplengd.
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίσπονδος Medium diacritics: τρίσπονδος Low diacritics: τρίσπονδος Capitals: ΤΡΙΣΠΟΝΔΟΣ
Transliteration A: tríspondos Transliteration B: trispondos Transliteration C: trispondos Beta Code: tri/spondos

English (LSJ)

ον,

   A thrice-poured, τ. χοαί a triple drink-offering to the dead, of honey, milk, and wine, S.Ant.431.

German (Pape)

[Seite 1148] dreifach gespendet, χοαὶ τρίσπονδοι, die Todtenopfer, wobei Honig, Milch u. Wein gespendet wurde, Soph. Ant. 427. – Uebtr., τρίσπονδος αἰών, ein Leben mit vielen Spenden, oder unter Gelagen hingebrachtes Leben, s. τριτόσπονδος.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσπονδος: -ον, ὁ τρὶς χυθεὶς ἐν εἴδει σπονδῆς, τρ. χοαί, τριπλῆ σπονδὴ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, ἐκ μέλιτος, γάλακτος καὶ οἴνου, χοαῖσι τρισπόνδοις τὸν νέκυν στέφει Σοφ. Ἀντ. 431, πρβλ. Ὀδ. Λ. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois libations ; τρίσπονδοι χοαί SOPH libation d’un triple mélange, càd de lait, de miel et de vin.
Étymologie: τρεῖς, σπονδή.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «τρίσπονδοι χοαί» — τριπλή νεκρική σπονδή από μέλι, γάλα και κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ἡμί-σπονδος].

Greek Monotonic

τρίσπονδος: -ον (σπονδή), αυτός που έχει χυθεί τρεις φορές για σπονδή, τρίσπονδαι χοαί, τριπλή σπονδή προς τιμή των νεκρών από μέλι, γάλα και κρασί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρίσπονδος: (о возлиянии) троякий, тройной: τρίσπονδοι χοαί Soph. тройные возлияния (из меда, молока и вина).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίσπονδος -ον [τρι-, σπένδω] drie maal geplengd.