ἠθογράφος: Difference between revisions

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
(2b)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἠθογράφος
|Medium diacritics=ἠθογράφος
|Low diacritics=ηθογράφος
|Capitals=ΗΘΟΓΡΑΦΟΣ
|Transliteration A=ēthográphos
|Transliteration B=ēthographos
|Transliteration C=ithografos
|Beta Code=h)qogra/fos
|Definition=ὁ, [[painter of character]], Arist. ''Po.'' 1450a28.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1156.png Seite 1156]] Sitten oder Charaktere schildernd, darstellend, ausdrückend, vom Maler, Arist. poet. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1156.png Seite 1156]] Sitten oder Charaktere schildernd, darstellend, ausdrückend, vom Maler, Arist. poet. 6.

Revision as of 11:02, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθογράφος Medium diacritics: ἠθογράφος Low diacritics: ηθογράφος Capitals: ΗΘΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: ēthográphos Transliteration B: ēthographos Transliteration C: ithografos Beta Code: h)qogra/fos

English (LSJ)

ὁ, painter of character, Arist. Po. 1450a28.

German (Pape)

[Seite 1156] Sitten oder Charaktere schildernd, darstellend, ausdrückend, vom Maler, Arist. poet. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἠθογράφος: ᾰ, ὁ, ὁ ζωγραφῶν, διαγράφων χαρακτῆρα, ὁ μὲν γὰρ Πολύγνωτος ἀγαθὸς ἠθογράφος, ἡ δὲ Ζεύξιδος γραφὴ οὐδὲν ἔχει ἦθος Ἀριστ. Ποιητ. 6, 15.

Greek Monolingual

ο (AM ἠθογράφος)
ο συγγραφέας που ασχολείται με την ηθογραφία, που απεικονίζει, που περιγράφει με παραστατικότητα στα έργα του τα ήθη, τους χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων
αρχ.
αυτός που απεικονίζει με τη ζωγραφική το ήθος, τον χαρακτήρα, την έκφραση του εικονιζόμενου («ὁ μὲν γὰρ Πολύγνωτος ἀγαθός ἠθογράφος, ἡ δὲ Ζεύξιδος γραφή οὐδὲν ἔχει ἦθος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + -γράφος (< γράφω), πρβλ. αρθρο-γράφος, λογο-γράφος.

Russian (Dvoretsky)

ἠθογράφος: (ᾰ) ὁ изобразитель нравов (ὁ μὲν Πολύγνωτος ἀγαθὸς ἠ., ἡ δὲ Ζεύξιδος γραφὴ οὐδὲν ἔχει ἦθος Arst.).