ἀνωτερικός: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
(1) |
(1a) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνωτερικός:''' лежащий выше или в глубине страны (τὰ ἀνωτερικὰ μέρη NT). | |elrutext='''ἀνωτερικός:''' лежащий выше или в глубине страны (τὰ ἀνωτερικὰ μέρη NT). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἀνώτερος]]<br />[[upper]], [[inland]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A upper in point of place, inland (v. ἄνω (B) A. 11.1f), Act.Ap.19.1. 2 of a medicine, given by the mouth, τροχίσκος Archig. ap. Aët.9.42, cf. Cass.Fel.48. II τὸ -κόν medicine which takes effect upwards, emetic, Hp.Superf.29, Gal.10.969.
German (Pape)
[Seite 269] zum Obern gehörig, φάρμακα Gal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωτερικός: -ή, -όν, τὰ ἀνωτερικὰ μέρη, τὰ ὑψηλά, τὰ μεσόγαια (ἴδε ἄνω ΙΙ. 1. ε), Πράξ. Ἀπ. ιθ΄, 1. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. 264. 11, τὸ ἀνωτερικόν, φάρμακον ἐνεργοῦν πρὸς τὰ ἄνω, ἐμετικόν.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui agit par en haut;
2 situé dans l’intérieur des terres.
Étymologie: ἀνώτερος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I adj.
1 en la parte alta, en el interior (de un país) διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη Act.Ap.19.1.
2 medic. que se administra por vía oral τροχίσκος Archig. en Aët.9.42 (p.379), cf. Cass.Fel.48.
II subst. medic. τὸ ἀ. vomitivo Hp.Superf.29, Hp.Steril.217, Gal.10.969.
English (Strong)
from ἀνώτερος; superior, i.e. (locally) more remote: upper.
English (Thayer)
ἀνωτερικη, ἀνωτερικον (ἀνώτερος), upper: τά ἀνωτερικά μέρη, Hippocrates and) Galen.)
Greek Monolingual
ἀνωτερικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα, στο εσωτερικό μιας χώρας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνωτερικόν
εμετικό φάρμακο.
Greek Monotonic
ἀνωτερικός: -ή, -όν, ψηλότερα, στο εσωτερικό μέρος της χώρας, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνωτερικός: лежащий выше или в глубине страны (τὰ ἀνωτερικὰ μέρη NT).