μείωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(3)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μείωμα:''' ατος τό нехватка, недостача (τὸ μ. [[εἴκοσι]] μνᾶς Xen.).
|elrutext='''μείωμα:''' ατος τό нехватка, недостача (τὸ μ. [[εἴκοσι]] μνᾶς Xen.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μείωμα]], ατος, τό, [[μειόω]]<br />curtailment:—a [[fine]], Xen.
}}
}}

Revision as of 13:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείωμα Medium diacritics: μείωμα Low diacritics: μείωμα Capitals: ΜΕΙΩΜΑ
Transliteration A: meíōma Transliteration B: meiōma Transliteration C: meioma Beta Code: mei/wma

English (LSJ)

ατος, τό, (μειόω)

   A curtailment: hence, fine, X.An.5.8.1.

Greek (Liddell-Scott)

μείωμα: τό, (μειόω) ἔλλειμα· ― πρόστιμον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
manque, déficit.
Étymologie: μειόω.

Greek Monolingual

μείωμα, τὸ (Α) μειώ
1. μείωση, ελάττωση, σμίκρυνση, περικοπή
2. πρόστιμο, χρηματική ποινή («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ μείωμα εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», Ξεν.).

Russian (Dvoretsky)

μείωμα: ατος τό нехватка, недостача (τὸ μ. εἴκοσι μνᾶς Xen.).

Middle Liddell

μείωμα, ατος, τό, μειόω
curtailment:—a fine, Xen.