μακρόθεν: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μακρόθεν:''' adv. (тж. ἀπὸ μ. NT)<br /><b class="num">1)</b> издалека, издали NT;<br /><b class="num">2)</b> с давнего времени, издавна Polyb. | |elrutext='''μακρόθεν:''' adv. (тж. ἀπὸ μ. NT)<br /><b class="num">1)</b> издалека, издали NT;<br /><b class="num">2)</b> с давнего времени, издавна Polyb. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />from [[afar]], Strab.; of [[Time]], from [[long]] [[since]], Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A from afar, Chrysipp.Stoic.3.199, LXX Jo. 9.15, PTeb.230 (ii B. C.), Str.3.3.4, etc.; ἀπὸ μ. Ev.Marc.5.6; of Time, from long since, Plb.1.65.7.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόθεν: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν κοινῶς: «ἀπὸ μακρυά», Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 137F, Στράβ. 153, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, ἀπὸ πολλοῦ καιροῦ, Πολύβ. 1. 65, 7. Πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 93.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de loin;
2 depuis longtemps.
Étymologie: μακρός, -θεν.
English (Strong)
adverb from μακρός; from a distance or afar: afar off, from far.
English (Thayer)
(μακρός), adverb, especially of later Greek (Polybius, others; cf. Lob. ad Phryn., p. 93); the Sept. for מֵרָחוק, רָחוק, etc.; from afar, afar: ἀπό prefixed (cf. Winer s Grammar, 422 (393); § 65,2; Buttmann, 70 (62)): T omits; WH brackets ἀπό); L T Tr WH in L T Tr marginal reading WH in T Tr WH in Alex.; 2Esdr. 3:13).
Greek Monolingual
(AM μακρόθεν)
επίρρ. από μεγάλη απόσταση, από μακριά
μσν.
1. σε μεγάλη απόσταση, μακριά
2. (με άρθρο ως επίθ.) απομακρυσμένος
3. ως ουσ. αυτός που δεν είναι συγγενής, ξένος
αρχ.
από πολύ καιρό, από παλιά («φυλάττεσθαι μακρόθεν ἐναργέστατ' ἄν ἐκ τῆς τότε περιστάσεως συνθεωρήσειε», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επιρρμ. κατάλ. -θεν].
Greek Monotonic
μακρόθεν: επίρρ., από μακριά, σε Στράβ.· λέγεται για χρόνο, εδώ και πολύ καιρό, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
μακρόθεν: adv. (тж. ἀπὸ μ. NT)
1) издалека, издали NT;
2) с давнего времени, издавна Polyb.