χλοερός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χλοερός:''' Eur., Theocr. = [[χλωρός]].
|elrutext='''χλοερός:''' Eur., Theocr. = [[χλωρός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=poet. for [[χλωρός]].]
}}
}}

Revision as of 02:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοερός Medium diacritics: χλοερός Low diacritics: χλοερός Capitals: ΧΛΟΕΡΟΣ
Transliteration A: chloerós Transliteration B: chloeros Transliteration C: chloeros Beta Code: xloero/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A verdant, ὄζος Hes.Sc.393; ·χλοεραῖς λείμακος ἡδοναῖς E.Ba. 866 (lyr.); χ. στάδια, ῥέεθρα, Id.Ion497 (lyr.), Ph.660(lyr.); χ. ὑλώδη πάγον S.Ichn.215; χ. μέλεα Theocr.27.67.

German (Pape)

[Seite 1359] poet. = χλωρός; Hes. Sc. 393; δεῖμα Eur. Suppl. 617; ῥόδεα πέταλα Her. 249; Bacch. 866; μέλεα Theocr. 27, 65; Thall. 4 (IX, 220).

Greek (Liddell-Scott)

χλοερός: χλοερότης, ἴδε ἐν λ. χλωρ-.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
c. χλωρός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χλοερός, -ά, -όν, ΝΜΑ
χλωρός, πράσινος (α. «χλοερό λιβάδι» β. «ἐκ τόπων χλοερῶν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(ιδίως για τόπο) καλυμμένος με χλόη
αρχ.
μτφ. ζωηρός, ακμαίος («ὣς οἳ μὲν χλοεροῑσιν ἰαινόμενοι μελέεσσιν ἀλλήλοις ψιθύριζον», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός)].

Greek Monotonic

χλοερός: ποιητ. αντί χλωρός.

Russian (Dvoretsky)

χλοερός: Eur., Theocr. = χλωρός.

Middle Liddell

poet. for χλωρός.]