δυσπαραμύθητος: Difference between revisions
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσπαραμύθητος:''' (μῡ) с трудом поддающийся уговорам, не слушающий убеждения ([[θυμός]] Plat.; [[ἔρως]] τινός Plut.). | |elrutext='''δυσπαραμύθητος:''' (μῡ) с трудом поддающийся уговорам, не слушающий убеждения ([[θυμός]] Plat.; [[ἔρως]] τινός Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]παραμύθητος, ον<br />[[hard]] to [[appease]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 9 January 2019
English (LSJ)
[μῡ], ον,
A hard to appease, Pl.Ti.69d, Plu.Mar.45. II admitting no consolation, συμφορά, πάθος, J.AJ2.9.2, Poll.3.101.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu trösten, Plat. Tim. 69 d; schwer zu beruhigen, zu stillen, ἔρως Plut. Mar. 45; πάθος Poll. 3, 101.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαραμύθητος: -ον, δυσκολοπαρηγόρητος, Πλάτ. Τιμ. 69D, Πλούτ. Μαρ. 45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à calmer (par des exhortations).
Étymologie: δυσ-, παραμυθέομαι.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de apaciguar θυμός Pl.Ti.69d, ἔρως Plu.Mar.45
•difícil de mitigar ὀδύνη Gal.14.748.
2 que no admite consuelo, inconsolable συμφορά I.AI 2.208, πένθος IAE 36.13 (I d.C.), πάθος Poll.3.101.
Greek Monolingual
-η -ο (AM δυσπαραμύθητος, -ον)
αυτός που δύσκολα παρηγοριέται («δυσπαραμύθητον πάθος»)
αρχ.
αυτός που δύσκολα καθησυχάζει.
Greek Monotonic
δυσπαραμύθητος: -ον, αυτός που δύσκολα παρηγορείται, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπαραμύθητος: (μῡ) с трудом поддающийся уговорам, не слушающий убеждения (θυμός Plat.; ἔρως τινός Plut.).
Middle Liddell
δυσ-παραμύθητος, ον
hard to appease, Plut.