λαώδης: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λᾱώδης:''' (все)народный (ἡ [[κλῆσις]] ἐν τοῖς δείπνοις Plut.). | |elrutext='''λᾱώδης:''' (все)народный (ἡ [[κλῆσις]] ἐν τοῖς δείπνοις Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λᾱ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[popular]], Lat. [[popularis]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ες, (λαός)
A popular, Ph.1.80, Plu.Crass.3.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱώδης: -ες, (εἶδος) τοῦ λαοῦ, λαϊκή, Λατ. popularis, Πλουτ. Κράσσ. 3.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
populaire.
Étymologie: λαός, -ωδης.
Greek Monolingual
λαώδης, -ῶδες (Α) λαός
λαϊκός, του λαού, δημοτικός («ἡ μὲν κλῆσις ἦν ὡς τὰ πολλὰ δημοτικὴ καὶ λαώδης», Πλούτ.).
Greek Monotonic
λᾱώδης: -ες (εἶδος), λαϊκός, δημώδης, κοινός, Λατ. popularis, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
λᾱώδης: (все)народный (ἡ κλῆσις ἐν τοῖς δείπνοις Plut.).